- κυανιούχος
- ος, ο[ν] хим. содержащий циан, цианистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυανιούχος — ο, θηλ. και α χημ. 1. αυτός που περιέχει κυάνιο 2. φρ. «κυανιούχες ενώσεις» ενώσεις που περιέχουν στη σύνθεσή τους τη μονοσθενή ρίζα τού κυανίου και οι οποίες είναι γνωστές και ως κυανίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanure < cyan(o) … Dictionary of Greek
κυανίδιο — το συν. στον πληθ. χημ. τα κυανίδια βλ. κυανιούχος … Dictionary of Greek
υδροκυάνιο — το, Ν χημ. ένωση τού άνθρακα, τού αζώτου και τού υδρογόνου, γνωστή και ως μεθανονιτρίλιο, τοξικότατο για τον άνθρωπο και τα ζώα άχρωμο πτητικό υγρό με οσμή πικραμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. αγγλ. hydrogen (πρβλ. υδρογόνο) cyanide… … Dictionary of Greek